Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
quintessential [βρετ ˌkwɪntɪˈsɛnʃ(ə)l, αμερικ ˌkwɪn(t)əˈsɛn(t)ʃəl] ΕΠΊΘ
quintessential character, quality:
- quintessential
-
- he is the quintessential Renaissance man
-
στο λεξικό PONS
quintessential [ˌkwɪntɪˈsentʃəl, αμερικ -teˈsen-] ΕΠΊΘ (typical)
- the quintessential sth
- l'archétype de qc
quintessential [ˌkwɪn·te·ˈsen·(t)ʃəl] ΕΠΊΘ (typical)
- the quintessential sth
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- the quintessential sth
- l'archétype de qc
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- quin
- quince
- quincentenary
- quinine
- quinoa
- quintessential
- quintet
- quintet quintette
- quintuple
- quintuplet
- quip