Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
quarrelsome [βρετ ˈkwɒr(ə)ls(ə)m, αμερικ ˈkwɔrəlsəm, ˈkwɑrəlsəm] ΕΠΊΘ
- quarrelsome person, nature
-
- chamailleur (chamailleuse)
- quarrelsome
- querelleur (querelleuse)
- quarrelsome
στο λεξικό PONS
quarrelsome [ˈkwɒrəlsəm, αμερικ ˈkwɔ:r-] ΕΠΊΘ
- quarrelsome
-
- belliqueux (-euse)
- quarrelsome
quarrelsome [ˈkwɔr· ə l·səm] ΕΠΊΘ
- quarrelsome
-
- belliqueux (-euse)
- quarrelsome
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.