Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
psychic determinism ΟΥΣ
determinism [βρετ dɪˈtəːmɪnɪz(ə)m, αμερικ dəˈtərməˌnɪzəm] ΟΥΣ
II. psychic [βρετ ˈsʌɪkɪk, αμερικ ˈsaɪkɪk] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- PSV
- psych
- psyche
- psychedelia
- psychedelic
- psychic determinism
- psychic investigator
- psychic research
- psychic researcher
- psychic surgery
- psycho