Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
plummy <-ier, -iest> [ˈplʌmi] ΕΠΊΘ
1. plummy (having a plum colour):
- plummy
-
2. plummy (sounding deep or rich in tone):
- plummy voice
-
plummy <-ier, -iest> [ˈplʌm·i] ΕΠΊΘ
1. plummy (having a plum color):
- plummy
- prune αμετάβλ
2. plummy (sounding deep or rich in tone):
- plummy voice
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.