obsessional [βρετ əbˈsɛʃ(ə)n(ə)l, αμερικ əbˈsɛʃ(ə)n(ə)l, ɑbˈsɛʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
- obsessional
-
- obsessionnel (obsessionnelle)
- obsessional
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.