I. medico [βρετ ˈmɛdɪkəʊ, αμερικ ˈmɛdɪˌkoʊ] οικ ΟΥΣ
medico → medic
II. medico+ ΣΎΝΘ
- medico+
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.