Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
measurable [βρετ ˈmɛʒ(ə)rəb(ə)l, αμερικ ˈmɛʒ(ə)rəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. measurable (perceptible):
- measurable difference
-
2. measurable (quantifiable):
- measurable change
-
- measurable phenomena
-
-
- measurable
στο λεξικό PONS
measurable ΕΠΊΘ
- measurable
-
- measurable (great)
-
measurable ΕΠΊΘ
- measurable
-
- measurable (great)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.