I. littoral [βρετ ˈlɪt(ə)r(ə)l, αμερικ ˈlɪdərəl] ΟΥΣ
- littoral
- littoral αρσ
II. littoral [βρετ ˈlɪt(ə)r(ə)l, αμερικ ˈlɪdərəl] ΕΠΊΘ
- littoral
- littoral, du littoral
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.