insidiously [βρετ ɪnˈsɪdɪəsli, αμερικ ɪnˈsɪdiəsli] ΕΠΊΡΡ
- insidiously
-
-
- insidiously
-
- insidiously
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.