Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
fiendish [βρετ ˈfiːndɪʃ, αμερικ ˈfindɪʃ] ΕΠΊΘ
1. fiendish (cruel):
2. fiendish (ingenious):
- fiendish plan, gadget
-
3. fiendish (difficult) οικ:
- fiendish problem, job
-
4. fiendish (awful) οικ:
- fiendish traffic
-
στο λεξικό PONS
fiendish ΕΠΊΘ a. μειωτ
- fiendish
-
fiendish ΕΠΊΘ a. μειωτ
- fiendish
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.