expectorant [βρετ ɪkˈspɛkt(ə)r(ə)nt, ɛkˈspɛkt(ə)r(ə)nt, αμερικ ɪkˈspɛkt(ə)rənt] ΟΥΣ ΕΠΊΘ
- expectorant
- expectorant αρσ
- expectorant (expectorante)
- expectorant
- expectorant
- expectorant
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.