I. expectorant [βρετ ɪkˈspɛkt(ə)r(ə)nt, ɛkˈspɛkt(ə)r(ə)nt, αμερικ ɪkˈspɛkt(ə)rənt] ΕΠΊΘ
- expectorant
-
II. expectorant [βρετ ɪkˈspɛkt(ə)r(ə)nt, ɛkˈspɛkt(ə)r(ə)nt, αμερικ ɪkˈspɛkt(ə)rənt] ΟΥΣ
- expectorant
- espettorante αρσ
-
- expectorant
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.