στο λεξικό PONS
dep. ΟΥΣ
dep. συντομογραφία: department
- dep.
- département αρσ
department ΟΥΣ
1. department (section):
- department of an organization
- service αρσ
2. department ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ, ΠΟΛΙΤ:
3. department μτφ οικ (domain):
-
- domaine αρσ
dep. ΟΥΣ
dep. συντομογραφία: department
- dep.
- département αρσ
department ΟΥΣ
1. department (section):
- department of an organization
- service αρσ
2. department ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ, ΠΟΛΙΤ:
3. department μτφ οικ (domain):
-
- domaine αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.