Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
cryptic [βρετ ˈkrɪptɪk, αμερικ ˈkrɪptɪk] ΕΠΊΘ
1. cryptic (gen):
- cryptic remark, allusion
-
- cryptic code, message
-
2. cryptic ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ:
- cryptic crossword, clue
-
στο λεξικό PONS
cryptic [ˈkrɪptɪk] ΕΠΊΘ
- cryptic
-
cryptic [ˈkrɪp·tɪk] ΕΠΊΘ
- cryptic
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.