consensual [βρετ kənˈsɛnʃʊəl, αμερικ kənˈsɛn(t)ʃ(əw)əl] ΕΠΊΘ
2. consensual (of consensus):
- consensual politics, approach
-
-
- consensual
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.