caisson [βρετ ˈkeɪs(ə)n, kəˈsuːn, αμερικ ˈkeɪˌsɑn, ˈkeɪs(ə)n] ΟΥΣ
- caisson ΣΤΡΑΤ, ΝΑΥΣ, ΟΙΚΟΔ
- caisson αρσ
- caisson
- caisson
- caisson
- caisson
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.