Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
auxiliary verb ΟΥΣ
-
- auxiliaire αρσ
I. auxiliary [βρετ ɔːɡˈzɪlɪəri, ɒɡˈzɪlɪəri, αμερικ ɔɡˈzɪljəri, ɔɡˈzɪl(ə)ri] ΟΥΣ
1. auxiliary (person):
-
- auxiliaire αρσ θηλ
2. auxiliary ΓΛΩΣΣ:
-
- auxiliaire αρσ
3. auxiliary ΙΣΤΟΡΊΑ (soldier):
-
- auxiliaire αρσ
II. auxiliary [βρετ ɔːɡˈzɪlɪəri, ɒɡˈzɪlɪəri, αμερικ ɔɡˈzɪljəri, ɔɡˈzɪl(ə)ri] ΕΠΊΘ
auxiliary equipment, engine, staff, forces:
στο λεξικό PONS
I. auxiliary <-ies> [ɔ:gˈzɪlɪərɪ, αμερικ ɑ:gˈzɪljrɪ] ΟΥΣ
II. auxiliary <-ies> [ɔ:gˈzɪlɪərɪ, αμερικ ɑ:gˈzɪljrɪ] ΕΠΊΘ
I. auxiliary <-ies> [ɔg·ˈzɪl·j ə r·i] ΟΥΣ
II. auxiliary <-ies> [ɔg·ˈzɪl·j ə r·i] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- autosave
- autosuggestion
- auto-teller
- autotimer
- autotransplant
- auxiliary verb
- AV
- av.
- avail
- availability
- available