Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
-
- atmospheric
-
- (atmospheric) depression
-
- atmospheric vapour βρετ
-
- atmospheric pressure
-
- atmospheric engine
-
- atmospheric conditions
στο λεξικό PONS
atmospheric [ˌætməsˈferɪk] ΕΠΊΘ
- atmospheric
-
-
- atmospheric
- pollution atmosphérique [ou de l'air]
- atmospheric pollution
atmospheric [ˌæt·məs·ˈfer·ɪk] ΕΠΊΘ
- atmospheric
-
-
- atmospheric
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.