I. ambulatory [βρετ ˈambjʊlət(ə)ri, αμερικ ˈæmbjələˌtɔri] ΟΥΣ
- ambulatory
- déambulatoire αρσ
II. ambulatory [βρετ ˈambjʊlət(ə)ri, αμερικ ˈæmbjələˌtɔri] ΕΠΊΘ
1. ambulatory ΙΑΤΡ:
- ambulatory care αμερικ
-
2. ambulatory ΝΟΜ:
- ambulatory will
-
-
- ambulatory
-
- ambulatory
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.