Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. accusative [βρετ əˈkjuːzətɪv, αμερικ əˈkjuzədɪv] ΓΛΩΣΣ ΟΥΣ
- accusative
- accusatif αρσ
II. accusative [βρετ əˈkjuːzətɪv, αμερικ əˈkjuzədɪv] ΓΛΩΣΣ ΕΠΊΘ
accusative case, ending:
- accusative
-
-
- accusative
στο λεξικό PONS
-
- accusative
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.