Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
 I. Mormon [βρετ ˈmɔːmən, αμερικ ˈmɔrmən] ΟΥΣ (follower)
-  Mormon
 -  Mormon/-e αρσ/θηλ
 
II. Mormon [βρετ ˈmɔːmən, αμερικ ˈmɔrmən] (prophet)
-  Mormon
 -  Mormon
 
III. Mormon [βρετ ˈmɔːmən, αμερικ ˈmɔrmən] ΕΠΊΘ
-  Mormon
 -  mormon
 
 
 -  mormon (mormone)
 -  Mormon
 
στο λεξικό PONS
I. Mormon [ˈmɔ:mən, αμερικ ˈmɔ:r-] ΟΥΣ
-  Mormon
 -  mormon(e) αρσ (θηλ)
 
II. Mormon [ˈmɔ:mən, αμερικ ˈmɔ:r-] ΕΠΊΘ
-  Mormon
 -  mormon(e)
 
I. Mormon [ˈmɔr·mən] ΟΥΣ
-  Mormon
 -  mormon(e) αρσ (θηλ)
 
II. Mormon [ˈmɔr·mən] ΕΠΊΘ
-  Mormon
 -  mormon(e)
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.