I. Iroquois [βρετ ˈɪrəkwɔɪ, ˈɪrəkɔɪ, αμερικ ˈɪrəˌkwɔɪ] ΟΥΣ
1. Iroquois (person):
- Iroquois
- Iroquois/-e αρσ/θηλ
2. Iroquois (language):
- Iroquois
- iroquois αρσ
II. Iroquois [βρετ ˈɪrəkwɔɪ, ˈɪrəkɔɪ, αμερικ ˈɪrəˌkwɔɪ] ΕΠΊΘ
- Iroquois
- iroquois
- iroquois (iroquoise)
- Iroquois
- iroquois
- Iroquois
- Iroquois (Iroquoise)
- Iroquois
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.