Dem αμερικ abrév écrite
Dem → democrat, → democratic
democratic [βρετ dɛməˈkratɪk, αμερικ ˌdɛməˈkrædɪk] ΕΠΊΘ
1. democratic institution, country:
2. democratic (believing in freedom):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.