Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
- cavalier (cavalière) personne, procédé
- cavalier
στο λεξικό PONS
I. cavalier [ˌkævəlˈɪəʳ, αμερικ -əlɪr] ΟΥΣ
- Cavalier
- cavalier αρσ
II. cavalier [ˌkævəlˈɪəʳ, αμερικ -əlɪr] ΕΠΊΘ
- cavalier
- cavalier(-ère)
- cavalièrement agir
-
I. cavalier [ˌkæv·ə·lɪr] ΟΥΣ
- Cavalier
- cavalier αρσ
II. cavalier [ˌkæv·ə·lɪr] ΕΠΊΘ
- cavalier
- cavalier(-ère)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Cavalier
- cavalier αρσ