Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „vohljáti“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

vohljá|ti <-m; vohljàl> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ

1. vohljati (vohati):

2. vohljati μτφ (poizvedovati):

vohljáti za ženo

Παραδειγματικές φράσεις με vohljáti

vohljáti za ženo

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
Je izredno pozorna žival, stalno vohlja in prisluškuje, tudi vidi izvrstno.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina