Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „vživeti“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

vživ|éti se <vživím; vžível> ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα

vživeti se στιγμ od vživljati se:

Βλέπε και: vžívljati se

vžívlja|ti se <-m; vživljal> ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

1. vživljati se (v novo okolje):

2. vživljati se (v usodo drugega):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina