Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „psalmistka“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

psalmístk|a <-e, -i, -e> ΟΥΣ θηλ

psalmistka → psalmist:

Βλέπε και: psalmíst

psalmíst (ka) <-a, -a, -i> ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΘΡΗΣΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "psalmistka" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina