Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „prilívati“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

prilíva|ti <-m; prilival> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

1. prilivati:

2. prilivati μτφ:

prilívati olje na ogenj

Παραδειγματικές φράσεις με prilívati

prilívati olje na ogenj

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
Dvorjani se mu posmehujejo in prilivajo s tem njegovi rani razbeljenega železa.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina