Αγγλικά » Σλοβενικά

Μεταφράσεις για „pisarniškim“ στο λεξικό Αγγλικά » Σλοβενικά (Μετάβαση προς Σλοβενικά » Αγγλικά)

trgovec (trgovka) αρσ (θηλ) s papirjem in pisarniškim materialom

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
Ker zaradi očetove smrti ni mogel dokončati gimnazije, se je preživljal s pisarniškim delom in pisateljevanjem.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina