Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „odslužiti“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

I . odsluží|ti <odslúžim; odslúžil> ΡΉΜΑ στιγμ αμετάβ μτφ (izrabiti se)

II . odsluží|ti ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ (prestati)

Παραδειγματικές φράσεις με odslužiti

odslužiti vojáščino
odslužiti kazen v kaznílnici

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
Bog pri spovedi odpušča grehe, vendar je kazen za greh potrebno odslužiti v tem življenju ali v vicah, popolni odpustek pa te kazni izbriše.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "odslužiti" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina