Σλοβενικά » Αγγλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: marljiv , marljivo , zapeljivec , smrdljivec , omahljivec και marljivost

marljívost <-isamo sg > ΟΥΣ θηλ

omahljív|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ)

smrdljív|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ) slabš (kdor smrdi)

zapeljív|ec <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina