rimettersi στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για rimettersi στο λεξικό Ιταλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Ιταλικά)

rimettersi ΡΉΜΑ refl

rimettere ΡΉΜΑ trans

1. rimettere:

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
rimettersi in carreggiata fig
rimettersi in sesto (finanze, salute) fig

Μεταφράσεις για rimettersi στο λεξικό Ισπανικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Ισπανικά)

rimettersi Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

rimettersi in sella fig
rimettersi in sella (dopo una malattia)
rimettersi a qn
rimettersi a fare qc
rimettersi in sesto (finanze, salute) fig
rimettersi in carreggiata fig

Αναζητήστε "rimettersi" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski