pelota στο λεξικό PONS

pelota Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

pelota f (gioco basco)
campo o sala per giocare a pelota

Αναζητήστε "pelota" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski