orticello στο λεξικό PONS

orticello Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

coltivare il proprio orticello fig

Αναζητήστε "orticello" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski