grane στο λεξικό PONS

grane Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

piantare grane
piantare grane

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski