enfisema στο λεξικό PONS

enfisema Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

enfisema polmonare

Αναζητήστε "enfisema" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski