blocchetto στο λεξικό PONS

blocchetto Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

blocchetto m (di legno)

Αναζητήστε "blocchetto" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski