bistecchiera στο λεξικό PONS

bistecchiera Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

bistecchiera (elettrica)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
Far cuocere un cucchiaino di impasto in entrambi i lati in una bistecchiera.
it.wikipedia.org

Αναζητήστε "bistecchiera" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski