agguerrirsi στο λεξικό PONS

agguerrirsi Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

agguerrirsi contro qn

Αναζητήστε "agguerrirsi" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski