addossarsi στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για addossarsi στο λεξικό Ιταλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Ιταλικά)

addossarsi ΡΉΜΑ refl

addossare ΡΉΜΑ trans

Μεταφράσεις για addossarsi στο λεξικό Ισπανικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Ισπανικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
addossarsi la colpa

addossarsi Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

addossare qc a qn fig

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
Quando quest'ultima viene ritrovata, tenta di addossarsi la colpa dell'omicidio, ma le prove sulla scena del delitto non collimano con la versione data dalla sospettata.
it.wikipedia.org

Αναζητήστε "addossarsi" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski