acconciarsi στο λεξικό PONS

acconciarsi Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

acconciarsi i capelli

Αναζητήστε "acconciarsi" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski