I.aggressore (aggreditrice) [ag·gres·ˈso:·re, ag·gre·di·ˈtri:·tʃe] ΕΠΊΘ
- aggressore (aggreditrice)
II.aggressore (aggreditrice) [ag·gres·ˈso:·re, ag·gre·di·ˈtri:·tʃe] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- aggressore (aggreditrice)
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.