suscrito στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για suscrito στο λεξικό Ισπανικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Ισπανικά)

suscrito [susˈkrito, -a] ΟΥΣ αρσ/θηλ Perù , suscrita

suscribir <pp suscrito> [suskriˈβir] ΡΉΜΑ trans

Μεταφράσεις για suscrito στο λεξικό Ιταλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Ιταλικά)

suscrito Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

estar suscrito a un periódico

Αναζητήστε "suscrito" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski