soltarse στο λεξικό PONS

soltarse Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

soltarse a andar/hablar (niño)
soltarse el pelo fig

Αναζητήστε "soltarse" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski