puñetera στο λεξικό PONS

puñetera Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

canaglia f fam

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski