piceno στο λεξικό PONS

piceno Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

habitante m/f de Ascoli Piceno

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski