pájaros στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για pájaros στο λεξικό Ισπανικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Ισπανικά)

pájaro [ˈpaxaro] ΟΥΣ αρσ

pájaro [ˈpaxaro, -a] ΟΥΣ αρσ/θηλ fig , pájara (persona)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για pájaros στο λεξικό Ιταλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Ιταλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
comida f para pájaros, alpiste m
matar dos pájaros de un tiro
pájaro m , -a f fam
matar dos pájaros de un tiro
matar dos pájaros de un tiro

pájaros Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

matar dos pájaros de un tiro
matar dos pájaros de un tiro
comida f para pájaros, alpiste m
matar dos pájaros de un tiro
matar dos pájaros de un tiro

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski