obligarse στο λεξικό PONS

obligarse Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

obligarse [a fare qc…|a hacer a/c…]

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski