incautarse στο λεξικό PONS

incautarse Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

incautarse de

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski