imbuirse στο λεξικό PONS

imbuirse Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

imbuirse de

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski